Η ΑΡΜΕΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η συγκρότηση της Αρμενικής Κοινότητας στην Ελλάδα χρονολογείται στα μέσα του 19ου αιώνα. Όμως ο μεγάλος αριθμός των Αρμενίων εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή, το 1922, όταν περισσότεροι από 100.000 Αρμένιοι πρόσφυγες, μαζί με τους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες αδελφούς τους βρήκαν καταφύγιο στη ζεστή αγκαλιά της Ελλάδας. Σήμερα ο αριθμός των Αρμενίων εκτιμάται περίπου στα 80.000 άτομα, που κατοικούν κυρίως στο λεκανοπέδιο Αττικής (Αθήνα, Πειραιά και προάστια), ενώ μικρότερες κοινότητες υπάρχουν στη Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Διδυμότειχο, Ορεστιάδα, Ηράκλειο Κρήτης και Καλαμάτα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Αρμενίων είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι (πάνω από το 95%), οι δε υπόλοιποι είναι Καθολικοί και Ευαγγελικοί. Η έδρα της Μητρόπολης των Ορθοδόξων Αρμενίων Ελλάδος βρίσκεται στην Αθήνα, στην οδό Κριεζή 10, και προΐσταται αυτής ο Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος κ. Κεγάμ Χατσεριάν. Ορθόδοξοι ναοί και ενορίες υπάρχουν επίσης σε Ν. Κόσμο, Βύρωνα, Νίκαια, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Διδυμότειχο και Ηράκλειο Κρήτης. Αρμενικές Καθολικές και Ευαγγελικές εκκλησίες υπάρχουν στην Αθήνα και Πειραιά.
Το ανώτατο διοικητικό όργανο της κοινότητας είναι το Κεντρικό Συμβούλιο των Ορθοδόξων Αρμενίων Ελλάδος, το οποίο εκλέγεται κάθε δύο χρόνια από την Εθνική Κληρικολαϊκή Συνέλευση των αντιπροσώπων, οι οποίοι με τη σειρά τους εκλέγονται κάθε τέσσερα χρόνια, με άμεση και καθολική ψηφοφορία, από τα μέλη της κοινότητας. Του Κεντρικού Συμβουλίου προεδρεύει ο Αρχιεπίσκοπος.
Η Μητρόπολη των Ορθοδόξων Αρμενίων Ελλάδος υπάγεται στο Καθολικό Πατριαρχείο* της Κιλικίας.
Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, η Μητρόπολη των Ορθοδόξων Αρμενίων Ελλάδος αποτελεί Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο, βάσει του άρθρου 12 παρ. 5.δ του Νόμου 4301/2014, ΦΕΚ 223/ 07.10.14, ενώ οι ενορίες που υπάγονται σ ’αυτήν αποτελούν Θρησκευτικά Νομικά Πρόσωπα.
*Ο επικεφαλής της Αρμενικής Εκκλησίας φέρει την ονομασία «Καθολικός» (Πατριάρχης) – «Γκατογικός» στα αρμενικά από την ελληνική λέξη «καθολικός» με την έννοια του «οικουμενικού» – ενώ η έδρα αποκαλείται Καθολικό Πατριαρχείο – στα αρμενικά «Γκατογιγκοσαράν».
