• English
  • Ελληνικά

armenianprelacy.gr

Η ΑΡΜΕΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Ο Χριστιανισμός στην Αρμενία

Σύμφωνα με την παράδοση, που τεκμηριώνεται από ιστορικά στοιχεία, ο Χριστιανισμός κηρύχθηκε στην Αρμενία ήδη από το δεύτερο μισό του πρώτου αιώνα, από τους μαθητές του  Χριστού, Θαδδαίο και Βαρθολομαίο.  Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, η νέα θρησκεία ήταν υπό διωγμόν. Ωστόσο, στις αρχές του τέταρτου αιώνα, και συγκεκριμένα το 301 μ.Χ., ο Χριστιανισμός ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία του κράτους στο Βασίλειο της Αρμενίας.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής, ο μετέπειτα προστάτης της Αρμενικής Εκκλησίας, και ο τότε βασιλιάς της Αρμενίας Τιριδάτης ο Γ’, υπήρξαν τα κεντρικά πρόσωπα για τον εκχριστιανισμό της Αρμενίας. Και είναι ιστορικά αποδεδειγμένο γεγονός ότι οι Αρμένιοι υπήρξαν το πρώτο έθνος που προσχώρησε επισήμως στον Χριστιανισμό.

Σημαντικά γεγονότα κατά τον 5ο αιώνα συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση  μιας ξεχωριστής αρμενικής χριστιανικής κουλτούρας και ταυτότητας. Με την επινόηση του αρμενικού αλφαβήτου από τον λόγιο μοναχό Μεσρόμπ Μαστότς το 405 μ.Χ. άρχισαν να μεταφράζονται καταρχήν οι γραφές, αλλά και πολλά άλλα έργα  θεολογικού,   ιστορικού και λογοτεχνικού περιεχομένου. Η εφεύρεση των γραμμάτων συνέβαλε στην άνθηση της αρμενικής λογοτεχνίας. Η μάχη του Αβαράιρ το 451 μ.Χ. κατά των Περσών, ήταν ακόμα μία καθοριστική στιγμή για τους Αρμένιους, οι οποίοι, αγωνιζόμενοι υπό τον Βαρτάν Μαμιγκονιάν υπέρ βωμών και εστιών, ηττήθηκαν μεν, αλλά κατόρθωσαν να διατηρήσουν την χριστιανική τους πίστη.

Χάρις στην εφεύρεση του αρμενικού αλφαβήτου, ο 5ος αιώνας αναδείχθηκε ως χρυσός αιώνας της αρμενικής λογοτεχνίας. Μαθητές-λόγιοι του Μεσρόμπ Μαστότς και του Καθολικού Πατριάρχη Σαχάκ Α’ Μπαρτέβ, στάλθηκαν στα κέντρα της κλασικής και της χριστιανικής διδασκαλίας στην Καισάρεια, την Κωνσταντινούπολη, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, για να εκπαιδευτούν και να μεταφράσουν τη Βίβλο, τη Θεία Λειτουργία, τα σημαντικά συγγράμματα των Ελλήνων και άλλων Πατέρων της Εκκλησίας, από τα ελληνικά, τα ασσυριακά και τα  λατινικά στα αρμενικά. Η αρμενική μετάφραση της Βίβλου έγινε με βάση τη μετάφραση των Εβδομήκοντα και ολοκληρώθηκε σε λίγα χρόνια. Αλλά και τα έργα των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, του Βασιλείου του Μέγα, του Ιωάννου Χρυσοστόμου, του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και πολλών άλλων μεταφράστηκαν ταχύτατα σε διάστημα 30 ετών, ενώ η όλη διαδικασία των μεταφράσεων,  συμπεριλαμβανομένης και της μετάφρασης των κοσμικών έργων, διήρκησε περίπου 200 χρόνια.

Οι “Μεταφραστές” κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην Αρμενική Εκκλησία. Στις τάξεις τους περιλαμβάνονται ο Μεσρόμπ Μαστότς, εφευρέτης του αρμενικού αλφαβήτου, ο Καθολικός Πατριάρχης Σαχάκ Α’ Μπαρτέβ και περίπου εκατό μαθητές αυτών, που ανέλαβαν το σπουδαίο έργο της μετάφρασης των κειμένων στα αρμενικά αλλά και της ανάλυσης και ερμηνείας τους, και γιαυτό το λόγο η εκκλησία τους αγιοποίησε.  

Αξίζει να σημειωθεί ότι, χάρις στις αρχαίες αρμενικές μεταφράσεις, διασώθηκαν σπουδαία έργα – μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού και της επιστήμης -, τα πρωτότυπα των οποίων έχουν χαθεί.

Κατά τη χρυσή  αυτή περίοδο της ακμής, άφθονη ήταν και η συγγραφή  πρωτότυπων έργων ιστορικού ή επιστημονικού περιεχομένου, ενώ άκμασε η αγιογραφία, η σύνθεση ύμνων και ψαλμών κλπ. Πολλά έργα έχουν οριστικά χαθεί λόγω φυσικών καταστροφών, πολέμων και λεηλασιών στο διάβα της ιστορίας. Πλήθος, όμως, πολύτιμων διασωθέντων χειρογράφων και κειμηλίων φυλάσσονται σήμερα στο μεγάλο Μουσείο και Ινστιτούτο Χειρογράφων, το Μαντεναταράν, στην πρωτεύουσα της Αρμενίας. Πάνω από 23000 χειρόγραφα, περγαμηνές και θραύσματα περιλαμβάνει η συλλογή του μουσείου και μεταξύ αυτών περίπου τριακόσια χειρόγραφα έργων του Αριστοτέλη. Πλήθος χειρογράφων φυλάσσεται, επίσης, στις ιερές αρμενικές μονές και προσκυνήματα στην Ιερουσαλήμ, τη Βενετία και τη Βιέννη.

Έτσι, η Αρμενική Εκκλησία προσέφερε στον αρμενικό λαό ένα πλούσιο πνευματικό θησαυρό και έναν ισχυρό εθνικό πολιτισμό, ακριβώς τη στιγμή που η Αρμενία ως  κράτος έχανε την πολιτική της ανεξαρτησία.

To Καθολικό Πατριαρχείο

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής έγινε ο οργανωτής της ιεραρχίας της Αρμενικής Εκκλησίας. Έκτοτε οι επικεφαλής της Αρμενικής Εκκλησίας φέρουν την ονομασία «Καθολικός» (Πατριάρχης) – «Γκατογικός» στα αρμενικά από την ελληνική λέξη «καθολικός» με την έννοια του «οικουμενικού» – και εξακολουθούν να κατέχουν τον ίδιο τίτλο μέχρι σήμερα, ενώ η έδρα τους αποκαλείται Καθολικό Πατριαρχείο.

Ο Άγιος Γρηγόριος επέλεξε ως έδρα την τότε πρωτεύουσα της Αρμενίας Βαγαρσαμπάτ, και όρισε με ακρίβεια το σημείο όπου θα έπρεπε να ανεγερθεί ο καθεδρικός ναός το 302 μ.Χ., σύμφωνα με το όραμα στο οποίο είδε τον Μονογενή Υιό του Θεού να κατεβαίνει από τον ουρανό με ένα χρυσό σφυρί στο χέρι του. Έτσι ο καθεδρικός ονομάστηκε Ετσμιατζίν, δηλαδή «Έλευση του Μονογενή».

Ωστόσο, η ταραχώδης ιστορία, οι  επιθέσεις βαρβάρων και οι πολεμικές συγκρούσεις, επέβαλαν τη μετακίνηση   της έδρας σε ασφαλέστερες περιοχές. Έτσι, το 485, το Καθολικό Πατριαρχείο μεταφέρθηκε στη νέα πρωτεύουσα Τβίν. Τον 10ο αι. μεταφέρθηκε στο Τζοραβάνκ, στη συνέχεια στο Αχταμάρ και τέλος στην Ανί (992). Μετά την πτώση της Ανί και του Αρμενικού Βασιλείου των Βαγρατιδών το 1045, μεγάλες μάζες Αρμενίων μετανάστευσαν στην Κιλικία, μαζί και η έδρα του Καθολικού, το οποίο τελικά κατέληξε στην πόλη Σις (1293), την πρωτεύουσα του Βασιλείου της Κιλικίας, όπου παρέμεινε για επτά αιώνες . Μετά την πτώση του Αρμενικού Βασιλείου της Κιλικίας, το 1375, η Εκκλησία ανέλαβε το ρόλο εθνικού ηγέτη  και ο Καθολικός αναγνωρίστηκε ως Εθνάρχης (αρχηγός του έθνους). Αυτή η εθνική ευθύνη ενίσχυσε σημαντικά το εύρος της αποστολής της Εκκλησίας.

Δύο Καθολικά Πατριαρχεία στην Αρμενική Εκκλησία

Η ύπαρξη δύο Καθολικών Πατριαρχείων στους κόλπους της Αρμενικής Εκκλησίας, δηλαδή το Καθολικό Πατριαρχείο Απάντων των Αρμενίων στο Ετσμιατζίν και  το Καθολικό Πατριαρχείο του Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας, στο Αντιλιάς του Λιβάνου, οφείλεται σε ιστορικούς λόγους.

Τον 10ο αιώνα, όταν η Αρμενία καταστράφηκε από τους Σελτζούκους, πλήθος Αρμένιοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία, όπου ανασυγκρότησαν την πολιτική, εκκλησιαστική και πολιτιστική ζωή τους. Ο Καθολικός κατέφυγε κι αυτός στην Κιλικία.

Το 1375 η Κιλικία δέχεται επίθεση από Σελτζούκους, Μαμελούκους και άλλους εισβολείς και το Αρμενικό Βασίλειο καταστρέφεται. Στην Αρμενία από την άλλη, η κατάσταση είναι σχετική ήρεμη. Η επιδείνωση της κατάστασης στην Κιλικία αφενός και η αυξανόμενη πολιτιστική και εκκλησιαστική αφύπνιση στην Αρμενία αφετέρου, οδήγησαν τους επισκόπους της Αρμενίας στην απόφαση να εκλέξουν νέο Καθολικό στο Ετσμιατζίν, που είχε παύσει να λειτουργεί ως πατριαρχείο μετά το 485. Έτσι, το 1441, εκλέχτηκε ως Καθολικός ο Γκιραγκός Βιραμπετσί, ενώ ταυτόχρονα Καθολικός της Κιλικίας ήταν ο Κρικόρ Μουσαπεγιάντς (1439-1446). Ως εκ τούτου, από το 1441, στην Αρμενική Εκκλησία υπάρχουν δύο Καθολικοί, με ίσα δικαιώματα και προνόμια, και με τις αντίστοιχες δικαιοδοσίες τους. Η τιμητική πρωτοκαθεδρία του Καθολικού του Ετσμιατζίν αναγνωρίζεται πάντοτε από τον Καθολικό της Κιλικίας.

Καθ ‘όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η Αρμενική Ορθόδοξη Αποστολική Εκκλησία υπήρξε το στήριγμα για την επιβίωση του Αρμενικού έθνους. Η Εκκλησία υποκατέστησε το κράτος και συνέβαλε στη διατήρηση τόσο της θρησκευτικής όσο και της εθνικής συνείδησης στη διάρκεια των πολλών αιώνων υπό τον τουρκικό ζυγό.

Τεράστιο ήταν το πλήγμα που δέχθηκε η Αρμενική Εκκλησία το 1915, κατά την πρώτη Γενοκτονία του 20ου αιώνα, που διέπραξε η Οθωμανική Τουρκία. Η εξόντωση 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων συνοδεύτηκε από την λεηλασία και καταστροφή όχι μόνον των περιουσιών τους αλλά και χιλιάδων ναών, μοναστηριών και μνημείων πάνω στα ιστορικά εδάφη της Δυτικής Αρμενίας. Από την άλλη, η σοβιετικοποίηση της Ανατολικής Αρμενίας το 1920, επέβαλε επτά δεκαετίες επίσημου αθεϊσμού στην τότε Δημοκρατία της Αρμενίας, αν και ο λαός διατήρησε την πίστη του. Η Εκκλησία ωστόσο άντεξε, άνθησε στην αρμενική διασπορά, και ανέκτησε τη δύναμή της στην ανεξάρτητη από το 1991 Δημοκρατία της Αρμενίας.

Σήμερα, η Αρμενική Εκκλησία, η οποία το 2001 γιόρτασε την 1700η επέτειο της αποδοχής του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους της Αρμενίας, συνεχίζει να υπηρετεί τον λαό της στην πατρίδα και τη διασπορά και παραμένει ένας ζωτικός θεσμός στη ζωή του αρμενικού λαού.